Caterham Super Seven BDR 1/12 by Tamiya
Feb 27, 2017 10:25:46 GMT 2
Post by konstantinf on Feb 27, 2017 10:25:46 GMT 2
Γειά σας φίλοι μου και καλή Σαρακοστή!
Έπειτα από τη γιγάντια 1/4 και για να ξεπληρώσω και την υπόσχεση που έδωσα πριν 4 μήνες στον φίλο Παναγιώτη, απότομη προσγείωση στην 1/12 με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σπορ αυτοκίνητα, που γιορτάζει κατά τύχη και τα 60χρονα του φέτος, και ένα εξίσου ενδιαφέρον κιτ, την Caterham Super Seven BDR, στην εκδοχή της Tamiya.
To ελαφρύ σπορ αυτοκίνητο Super Seven που παράγει η βρετανική εταιρία Caterham, όχι μόνο διακρίνεται για την απόλαυση που προσφέρει στον οδηγό του, αλλά είναι εξίσου διάσημο ως ένα αυτοκίνητο που μπορεί να συναρμολογηθεί στην «πίσω αυλή». Το αρχικό Seven ήταν δημιουργία του Colin Chapman (1928 – 1982), ιδρυτή της φημισμένης Lotus. Ο Chapman είχε υπηρετήσει ως πιλότος της RAF και σπούδασε πολιτικός μηχανικός πριν γίνει ένας από τους σπουδαιότερους καινοτόμους των μηχανοκίνητων σπορ. Το όραμα του για ελαφρά, ισχυρά αυτοκίνητα και αναρτήσεις υψηλής απόδοσης αποδίδεται με την βασική φιλοσοφία του για τον σχεδιασμό: «απλοποίησε και μετά πρόσθεσε ελαφρότητα – simplify, then add lightness». Η ιστορία της Lotus ξεκίνησε στα τέλη του 1940 όταν ο Chapman κατασκεύασε ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο στην αυλή του, την Lotus Mk I, χρησιμοποιώντας διάφορα κομμάτια από άλλα αυτοκίνητα, και στη συνέχεια το έτρεξε με επιτυχία σε τοπικούς αγώνες:
Η επιτυχίες του αγωνιστικού αυτοκινήτου του σε πολυάριθμες εκδηλώσεις τον οδήγησε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει αγωνιστικά αυτοκίνητα για συναδέλφους ραλίστες. Πιστεύεται ότι η Lotus Mk VII ή Lotus Seven επί το απλούστερον, που παρουσιάστηκε το 1957 στο Earl’s Court Motor Show στο Λονδίνο, γεννήθηκε από τον ενθουσιασμό του Chapman για τα αυτοκίνητα Ώστιν 7. Το Lotus Seven ήταν μια άμεση εξέλιξη του επιτυχημένου αγωνιστικού Lotus Mk VΙ του 1953 και ζύγιζε μόλις 329 κιλά:
Lotus Mk VΙ Lotus Seven S-1
Η πρώτη φουρνιά των Seven, που ονομάζεται Σειρά-1 (S-1), είχαν για αμάξωμα απλά φύλλα αλουμινίου που συνδέονταν με ένα στιβαρό πλαίσιο, φτερά τύπου μοτοσυκλέτας και ελάχιστη προστασία από τα στοιχεία της φύσης. Προκειμένου να αποφευχθεί ο βαρύς φόρος αγοράς για νέα αυτοκίνητα, ο Chapman εκμεταλλεύτηκε μια φορολογική διάταξη και προσέφερε ένα πλήρες κιτ του αυτοκινήτου που θα μπορούσε να συναρμολογηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς ειδικά εργαλεία. Η Lotus Seven κόστιζε 1036 λίρες συναρμολογημένη ή 536 λίρες σε κιτ (περίπου 24000 και 12000 σημερινές λίρες αντίστοιχα). Αυτό σήμαινε ότι ένας λάτρης των γρήγορων αυτοκινήτων μπορούσε να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο πολύ υψηλής απόδοσης σε μια εκπληκτικά χαμηλή τιμή, σε σύγκριση με αυτοκίνητα συναρμολογημένα στο εργοστάσιο.
Τα αυτοκίνητα της Σειράς-2 είχαν τα μπρός και πίσω φτερά και τον κώνο του ρύγχους από FRP (Fibre Reinforced Plastic, τον πρόγονο των κάρμπον). Τα αυτοκίνητα της βελτιωμένης και πλέον δημοφιλούς Σειράς-3 είχαν φαρδύτερο πέλμα ελαστικών, τον πίσω άξονα του Ford Escort και δισκόφρενα εμπρός. Η Σειρά-4 που συχνά περιγράφεται ως η πιο «πολιτισμένη» των Seven, με κινητήρα Cosworth είναι γνωστή ως η «Super» Seven. Αν και η Lotus Seven αποδείχθηκε μια μεγάλη εμπορική επιτυχία, η όλο και σοβαρότερη ενασχόληση της Lotus με αγώνες της Formula 1 και η στροφή προς πολυτελή σπορ αυτοκίνητα οδήγησε σε μια παύση της παραγωγής των Seven από την Lotus το 1973.
Αυτά ήταν σπαρακτικά νέα για τους λάτρεις των σπορ αυτοκινήτων, οπότε μια μικρή επιχείρηση με το όνομα Caterham Cars και έδρα την ομώνυμη πόλη στο Surrey, αγόρασε τις άδειες κατασκευής και πώλησης από τη Lotus και συνέχισε την παραγωγή αυτοκινήτων της Σειράς-4. Το 1974 η Caterham επέστρεψε στην παραγωγή αυτοκινήτων της Σειράς-3 και συνέχισε να παράγει αυτήν την εκδοχή, κρατώντας ωστόσο το επίθετο «Super» αλλά αναβαθμίζοντας την συνεχώς με σύγχρονη τεχνολογία. Το τότε κορυφαίο μοντέλο της γραμμής, το Super Seven BDR κυκλοφόρησε το 1986, χρησιμοποιώντας τον ισχυρό κινητήρα Cosworth BDR:
Αυτός ο υδρόψυκτος 4-κύλινδρος κινητήρας εν σειρά των 1690 κ.ε., 16-βάλβιδος με εκκεντροφόρο επί κεφαλής, αποδίδει 180 ίππους, παρέχοντας στο αυτοκίνητο των 600 κιλών μια τρομερή αναλογία ισχύος προς βάρος. Τα Seven επιτυγχάνουν αυτό το άκρως χαμηλό βάρος μέσω του ελαφρού πλαισίου και αμαξώματος αλλά και της απουσίας κάθε είδους κομφόρ και συστημάτων ασφαλείας όπως σκεπή, πόρτες, ραδιόφωνο, κλιματισμός, airbags, TSC, ABS, GPS ή cruise control. Προκειμένου το αυτοκίνητο να χρησιμοποιεί αυτή την ιπποδύναμη στο μάξιμουμ και να αγκαλιάζει τον δρόμο, η μπροστινή ανάρτηση έχει διπλά ψαλίδια με σταθεροποιητή, ενώ πίσω έχει σκληρούς άξονες De Dion. Από το 1988, το αυτοκίνητο έχει δισκόφρενα σε όλους τους τροχούς. Σήμερα το αυτοκίνητο εξακολουθεί να βασίζεται στην Σειρά-3 της Lotus Seven (αν και έχει εξελιχθεί σε σημείο που δεν έχει μείνει κανένα εξάρτημα από τις αρχικές Lotus) και προσφέρεται σε διάφορες εκδοχές της Σειράς-6, όπως π.χ. αυτό το Caterham Seven Signature που διατίθεται (συναρμολογημένο) στην τιμή των 74000 US$:
Η δυνατότητα ιδιοκατασκευής των Seven (Lotus ή Caterham) οδήγησε φυσικά σε άπειρες παραλλαγές τόσο του αμαξώματος και των χρωμάτων όσο και των μηχανικών στοιχείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιδιοκτήτης μπορούσε να διαλέξει τον κινητήρα της αρεσκείας του, κι έτσι βρίσκουμε Seven που εκτός από τους τυπικούς Ford και Cosworth, φορούν κινητήρες MG Rover και Vauxhall αλλά και Ford Zetec, Honda Fireblade, Honda Blackbird, Suzuki Hayabusa μέχρι και Mazda Rotary. Επακόλουθο της ποικιλότητας αυτής είναι και η σχετική έλλειψη «στάνταρ» φωτογραφιών αναφοράς στο διαδίκτυο.
Το κιτ της Tamiya είναι πιθανότατα το λεπτομερέστερο που προσφέρεται στην 1/12 για «πολιτικά» αυτοκίνητα (εκτός φόρμουλας) και αντιστοιχεί στην έκδοση του Caterham Super Seven BDR μετά το 1988, μιας και περιέχει 4 δισκόφρενα. Φημολογείται ότι είναι αντίγραφο του κιτ 1:1 σε μικρότερη κλίμακα. Απ’ ό,τι διάβασα, αυτό αληθεύει σχεδόν 100%, αν και μερικά λίγα κομμάτια του κιτ 1:1 δεν συμπεριλαμβάνονται στο κιτ 1/12. Αν κρίνουμε ωστόσο από τον αριθμό των κομματιών του κιτ (430+ κομμάτια και 260+ βίδες) και την ποικιλότητα των υλικών (πλαστικό, φύλλα αλουμινίου, χυτά μεταλλικά, ύφασμα, καουτσούκ, βινύλιο) ο ισχυρισμός περί ομοιότητας με το original κιτ ενισχύεται περισσότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοια λεπτομέρεια και ποικιλότητα δεν βρίσκεται καν σε πολλά μοντέλα της 1/8 (π.χ. της Revell αλλά και της σειράς Prestige της Pocher). Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που στην αγορά δεν υπάρχουν βελτιωτικά γι αυτό το μοντέλο.
Κλείνω αυτή την κάπως μακροσκελή εισαγωγή με τις συνηθισμένες φωτογραφίες του κουτιού και των περιεχομένων του και σας περιμένω σύντομα για το πρώτο update.
Έπειτα από τη γιγάντια 1/4 και για να ξεπληρώσω και την υπόσχεση που έδωσα πριν 4 μήνες στον φίλο Παναγιώτη, απότομη προσγείωση στην 1/12 με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σπορ αυτοκίνητα, που γιορτάζει κατά τύχη και τα 60χρονα του φέτος, και ένα εξίσου ενδιαφέρον κιτ, την Caterham Super Seven BDR, στην εκδοχή της Tamiya.
To ελαφρύ σπορ αυτοκίνητο Super Seven που παράγει η βρετανική εταιρία Caterham, όχι μόνο διακρίνεται για την απόλαυση που προσφέρει στον οδηγό του, αλλά είναι εξίσου διάσημο ως ένα αυτοκίνητο που μπορεί να συναρμολογηθεί στην «πίσω αυλή». Το αρχικό Seven ήταν δημιουργία του Colin Chapman (1928 – 1982), ιδρυτή της φημισμένης Lotus. Ο Chapman είχε υπηρετήσει ως πιλότος της RAF και σπούδασε πολιτικός μηχανικός πριν γίνει ένας από τους σπουδαιότερους καινοτόμους των μηχανοκίνητων σπορ. Το όραμα του για ελαφρά, ισχυρά αυτοκίνητα και αναρτήσεις υψηλής απόδοσης αποδίδεται με την βασική φιλοσοφία του για τον σχεδιασμό: «απλοποίησε και μετά πρόσθεσε ελαφρότητα – simplify, then add lightness». Η ιστορία της Lotus ξεκίνησε στα τέλη του 1940 όταν ο Chapman κατασκεύασε ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο στην αυλή του, την Lotus Mk I, χρησιμοποιώντας διάφορα κομμάτια από άλλα αυτοκίνητα, και στη συνέχεια το έτρεξε με επιτυχία σε τοπικούς αγώνες:
Η επιτυχίες του αγωνιστικού αυτοκινήτου του σε πολυάριθμες εκδηλώσεις τον οδήγησε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει αγωνιστικά αυτοκίνητα για συναδέλφους ραλίστες. Πιστεύεται ότι η Lotus Mk VII ή Lotus Seven επί το απλούστερον, που παρουσιάστηκε το 1957 στο Earl’s Court Motor Show στο Λονδίνο, γεννήθηκε από τον ενθουσιασμό του Chapman για τα αυτοκίνητα Ώστιν 7. Το Lotus Seven ήταν μια άμεση εξέλιξη του επιτυχημένου αγωνιστικού Lotus Mk VΙ του 1953 και ζύγιζε μόλις 329 κιλά:
Lotus Mk VΙ Lotus Seven S-1
Η πρώτη φουρνιά των Seven, που ονομάζεται Σειρά-1 (S-1), είχαν για αμάξωμα απλά φύλλα αλουμινίου που συνδέονταν με ένα στιβαρό πλαίσιο, φτερά τύπου μοτοσυκλέτας και ελάχιστη προστασία από τα στοιχεία της φύσης. Προκειμένου να αποφευχθεί ο βαρύς φόρος αγοράς για νέα αυτοκίνητα, ο Chapman εκμεταλλεύτηκε μια φορολογική διάταξη και προσέφερε ένα πλήρες κιτ του αυτοκινήτου που θα μπορούσε να συναρμολογηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς ειδικά εργαλεία. Η Lotus Seven κόστιζε 1036 λίρες συναρμολογημένη ή 536 λίρες σε κιτ (περίπου 24000 και 12000 σημερινές λίρες αντίστοιχα). Αυτό σήμαινε ότι ένας λάτρης των γρήγορων αυτοκινήτων μπορούσε να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο πολύ υψηλής απόδοσης σε μια εκπληκτικά χαμηλή τιμή, σε σύγκριση με αυτοκίνητα συναρμολογημένα στο εργοστάσιο.
Τα αυτοκίνητα της Σειράς-2 είχαν τα μπρός και πίσω φτερά και τον κώνο του ρύγχους από FRP (Fibre Reinforced Plastic, τον πρόγονο των κάρμπον). Τα αυτοκίνητα της βελτιωμένης και πλέον δημοφιλούς Σειράς-3 είχαν φαρδύτερο πέλμα ελαστικών, τον πίσω άξονα του Ford Escort και δισκόφρενα εμπρός. Η Σειρά-4 που συχνά περιγράφεται ως η πιο «πολιτισμένη» των Seven, με κινητήρα Cosworth είναι γνωστή ως η «Super» Seven. Αν και η Lotus Seven αποδείχθηκε μια μεγάλη εμπορική επιτυχία, η όλο και σοβαρότερη ενασχόληση της Lotus με αγώνες της Formula 1 και η στροφή προς πολυτελή σπορ αυτοκίνητα οδήγησε σε μια παύση της παραγωγής των Seven από την Lotus το 1973.
Αυτά ήταν σπαρακτικά νέα για τους λάτρεις των σπορ αυτοκινήτων, οπότε μια μικρή επιχείρηση με το όνομα Caterham Cars και έδρα την ομώνυμη πόλη στο Surrey, αγόρασε τις άδειες κατασκευής και πώλησης από τη Lotus και συνέχισε την παραγωγή αυτοκινήτων της Σειράς-4. Το 1974 η Caterham επέστρεψε στην παραγωγή αυτοκινήτων της Σειράς-3 και συνέχισε να παράγει αυτήν την εκδοχή, κρατώντας ωστόσο το επίθετο «Super» αλλά αναβαθμίζοντας την συνεχώς με σύγχρονη τεχνολογία. Το τότε κορυφαίο μοντέλο της γραμμής, το Super Seven BDR κυκλοφόρησε το 1986, χρησιμοποιώντας τον ισχυρό κινητήρα Cosworth BDR:
Αυτός ο υδρόψυκτος 4-κύλινδρος κινητήρας εν σειρά των 1690 κ.ε., 16-βάλβιδος με εκκεντροφόρο επί κεφαλής, αποδίδει 180 ίππους, παρέχοντας στο αυτοκίνητο των 600 κιλών μια τρομερή αναλογία ισχύος προς βάρος. Τα Seven επιτυγχάνουν αυτό το άκρως χαμηλό βάρος μέσω του ελαφρού πλαισίου και αμαξώματος αλλά και της απουσίας κάθε είδους κομφόρ και συστημάτων ασφαλείας όπως σκεπή, πόρτες, ραδιόφωνο, κλιματισμός, airbags, TSC, ABS, GPS ή cruise control. Προκειμένου το αυτοκίνητο να χρησιμοποιεί αυτή την ιπποδύναμη στο μάξιμουμ και να αγκαλιάζει τον δρόμο, η μπροστινή ανάρτηση έχει διπλά ψαλίδια με σταθεροποιητή, ενώ πίσω έχει σκληρούς άξονες De Dion. Από το 1988, το αυτοκίνητο έχει δισκόφρενα σε όλους τους τροχούς. Σήμερα το αυτοκίνητο εξακολουθεί να βασίζεται στην Σειρά-3 της Lotus Seven (αν και έχει εξελιχθεί σε σημείο που δεν έχει μείνει κανένα εξάρτημα από τις αρχικές Lotus) και προσφέρεται σε διάφορες εκδοχές της Σειράς-6, όπως π.χ. αυτό το Caterham Seven Signature που διατίθεται (συναρμολογημένο) στην τιμή των 74000 US$:
Η δυνατότητα ιδιοκατασκευής των Seven (Lotus ή Caterham) οδήγησε φυσικά σε άπειρες παραλλαγές τόσο του αμαξώματος και των χρωμάτων όσο και των μηχανικών στοιχείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιδιοκτήτης μπορούσε να διαλέξει τον κινητήρα της αρεσκείας του, κι έτσι βρίσκουμε Seven που εκτός από τους τυπικούς Ford και Cosworth, φορούν κινητήρες MG Rover και Vauxhall αλλά και Ford Zetec, Honda Fireblade, Honda Blackbird, Suzuki Hayabusa μέχρι και Mazda Rotary. Επακόλουθο της ποικιλότητας αυτής είναι και η σχετική έλλειψη «στάνταρ» φωτογραφιών αναφοράς στο διαδίκτυο.
Το κιτ της Tamiya είναι πιθανότατα το λεπτομερέστερο που προσφέρεται στην 1/12 για «πολιτικά» αυτοκίνητα (εκτός φόρμουλας) και αντιστοιχεί στην έκδοση του Caterham Super Seven BDR μετά το 1988, μιας και περιέχει 4 δισκόφρενα. Φημολογείται ότι είναι αντίγραφο του κιτ 1:1 σε μικρότερη κλίμακα. Απ’ ό,τι διάβασα, αυτό αληθεύει σχεδόν 100%, αν και μερικά λίγα κομμάτια του κιτ 1:1 δεν συμπεριλαμβάνονται στο κιτ 1/12. Αν κρίνουμε ωστόσο από τον αριθμό των κομματιών του κιτ (430+ κομμάτια και 260+ βίδες) και την ποικιλότητα των υλικών (πλαστικό, φύλλα αλουμινίου, χυτά μεταλλικά, ύφασμα, καουτσούκ, βινύλιο) ο ισχυρισμός περί ομοιότητας με το original κιτ ενισχύεται περισσότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοια λεπτομέρεια και ποικιλότητα δεν βρίσκεται καν σε πολλά μοντέλα της 1/8 (π.χ. της Revell αλλά και της σειράς Prestige της Pocher). Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που στην αγορά δεν υπάρχουν βελτιωτικά γι αυτό το μοντέλο.
Κλείνω αυτή την κάπως μακροσκελή εισαγωγή με τις συνηθισμένες φωτογραφίες του κουτιού και των περιεχομένων του και σας περιμένω σύντομα για το πρώτο update.